- ηθικοκρατία
- η(φιλοσ.), φιλοσοφικό σύστημα, όπου η ηθικότητα αποτελεί την πιο μεγάλη αξία που καθορίζει το νόημα της ανθρώπινης ζωής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηθικοκρατία — η το φιλοσοφικό δόγμα κατά το οποίο η ηθικότητα αποτελεί την ύψιστη αξία που καθορίζει το νόημα τού ανθρώπινου βίου και τού κόσμου γενικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + κρατία (< κράτος), πρβλ. αξιο κρατία, δημο κρατία] … Dictionary of Greek
ηθική βλάβη ηθικοκρατία ή μοραλισμός — Φιλοσοφικό σύστημα που στηρίζεται στην ηθική, με βασική αρχή την πράξη. Σύμφωνα με αυτό, η ηθικότητα αποτελεί το ύψιστο αγαθό, τον υπέρτατο νόμο, τον ύψιστο σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης και τον τελικό προορισμό του κόσμου. Ο Ολέ Λαπρίν… … Dictionary of Greek
ηθικοκρατικός — ή, ό [ηθικοκρατία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηθικοκρατία … Dictionary of Greek
μοραλισμός — (moralismus). Φιλοσοφικός όρος, που αποδίδεται στα ελληνικά ως ηθικοκρατία. Βλ. λ. ηθικοκρατία ή μοραλισμός. * * * ο 1. οι θεωρίες και τα δόγματα τών μοραλιστών 2. η κίνηση και το έργο τών μοραλιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… … Dictionary of Greek